- πυρογραφικός
- -ή, -ό, Ν [πυρογραφία]αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην πυρογραφία ή αυτός που γίνεται με την πυρογραφία («πυρογραφική διακόσμηση»).επίρρ...πυρογραφικώς και πυρογραφικά Νμε τη μέθοδο τής πυρογραφίας.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
πυρογραφικός — ή, ό αυτός που αναφέρεται στην πυρογραφία ή που γίνεται με πυρογραφία: Πυρογραφικό έργο τέχνης … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)